- δύστανος
- δύστᾱνος1 wretched μόχθον ἄλλοις ἀμφέπει δύστανον ἐν τείχεσιν of a felled oak P. 4.268
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
δύστανος — δύστᾱνος , δύστηνος wretched masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύστηνος — η, ο (Α δύστηνος, ον και δωρ. δύστανος, ον) (για πρόσ.) άθλιος, άτυχος, ταλαίπωρος αρχ. 1. (για πράξη, πάθημα, κατάσταση κ.λπ.) ελεεινός 2. (με ηθική σημασία) άθλιος, χαμένος … Dictionary of Greek